- Ψηνίζεται
- Ψηνίζωto Psenizepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψηνίζεται — ψηνίζω to Psenize pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψηνίζω — Α [ψήν, ψηνός] 1. κρεμώ καρπούς άγριας συκιάς σε ήμερη για να γονιμοποιήσουν οι ψήνες τούς καρπούς της, ερινάζω 2. γράφω κωμωδία με τίτλο οί Ψῆνες 3. (το γ εν. πρόσ. παθ.) ψηνίζεται συνουσιάζεται … Dictionary of Greek